Μαραθών

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μᾰρᾰθών Medium diacritics: Μαραθών Low diacritics: Μαραθών Capitals: ΜΑΡΑΘΩΝ
Transliteration A: Marathṓn Transliteration B: Marathōn Transliteration C: Marathon Beta Code: *maraqw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, also ἡ, Pi.O.13.110: (μάραθον):—Marathon, so called from its being overgrown with fennel (Str.3.4.9), Od.7.80, Hdt. 1.62, etc.: Μαραθῶνι at M., Ar.Eq.781, etc.; Μαραθῶνάδε to M., And.1.107; Μαραθωνόθεν from M., Aristid.2.218J.:—Adj. Μᾰρᾰθώνιος, α, ον; Μ., τά, festival in celebration of the victory of Marathon, D.H.5.17.

Greek (Liddell-Scott)

Μᾰρᾰθών: -ῶνος, ὁ, (μάραθον), δῆμος κατὰ τὴν Ἀνατολικὴν παραλίαν τῆς Ἀττικῆς, πιθανῶς κληθεὶς οὕτως ὡς κατάφυτος, ἐκ μαράθου (Στράβ. 160), πρῶτον μνημονεύεται ἐν Ὀδ. Η. 80, ἀκολούθως ἐν Ἡροδ. 1. 62., 6. 111, κτλ.· ἡ ἐν Μ. μάχη Ἡρόδ.· ὡσαύτως τὰ Μαραθώνια, Διον Ἁλ. 5. 17· - Μαραθῶνι = ἐν Μαραθῶνι Ἀριστοφ. Ἱππ. 781, κτλ.· Μαραθῶνάδε = εἰς Μαραθῶνα, Ἀνδοκ. 14. 32.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Marathon (auj. Marathonas) village et dème attique de la tribu Æantide, sur la côte SE de l'Attique.
Étymologie: cf. μάραθον.

English (Autenrieth)

(μάραθον, ‘fennel’): a village in Attica, Od. 7.80†.

English (Slater)

Μᾰρᾰθών in Attica, where games were held in honour of Herakles.
1 οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα (O. 9.89) λιπαρὰ Μαραθών (O. 13.110) μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος (P. 8.79)

Greek Monotonic

Μᾰρᾰθών: -ῶνος, ὁ, Μαραθώνας, αρχαίος δήμος ανατολικά της Αττικής, που πιθανώς ονομάστηκε έτσι επειδή στην περιοχή ευδοκιμούσε το φυτό μάραθο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Μᾰρᾰθών: ῶνος ὁ, Pind. ἡ Марафон (селение на вост. побережье Аттики; место сражения в 490 г. до н. э. между персидскими и афинскими войсками) Hom., Aesch. etc.

Middle Liddell

Μᾰρᾰθών, ῶνος, ὁ,
Marathon, a deme on the East of Attica, prob. so called from its being overgrown with fennel, Od., Hdt., etc.