γαλακτοπαγής

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοπᾰγής Medium diacritics: γαλακτοπαγής Low diacritics: γαλακτοπαγής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: galaktopagḗs Transliteration B: galaktopagēs Transliteration C: galaktopagis Beta Code: galaktopagh/s

English (LSJ)

ές, like curdled milk, χρώς AP5.59 (Rufin.); ἄρνα ib.12.204 (Strat.).

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοπᾰγής) -ές
semejante a la leche cuajada χρώς AP 5.60 (Rufin.), ἀρήν AP 12.204 (Strat.), cf. γλακτοπαγής.

German (Pape)

[Seite 471] ές, χρώς, wie geronnene Milch, Rufin. 6 (V, 60); ἄρνα γ., von einem Knaben, Strat. 46 (XII, 204).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοπᾰγής: -ές, ὡς πεπηγμένον γάλα, λευκός, χρὼς Ἀνθ. Π. 5. 60., 12. 204· ἄρνα γαλ., ἐπὶ τρυφεροῦ παιδός, Στράτ. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
blanc comme du lait caillé.
Étymologie: γάλα, πήγνυμι.

Greek Monolingual

γαλακτοπαγής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στην πυκνότητα με πηγμένο γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -παγής < πήγνυμι.

Greek Monotonic

γᾰλακτοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο γάλα, λευκός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοπᾰγής: цвета свернувшегося молока (χρώς, ἄρνα Anth.).

Middle Liddell

πήγνυμι
like curdled milk, Anth.