βούτυρον
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό, A butter, τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51, cf. Arist.Fr.636, Plu.2.1109b, LXX Ge. 18.8, Sor.1.86, Dsc.2.72, Edict.Diocl.4.50:—also βούτῡρος, ὁ, Gal.13.527. II a plant, Hsch.; ὄζει ὁ τόπος β. Ath.9.395a.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βούτυρος, ὁ Gal.13.11
nata y, elaborada, mantequilla τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51, Arist.Fr.636, LXX Ge.18.8, Id.5.25, καὶ μέλι καὶ β. LXX 2Re.17.29, Cat.Cod.Astr.12.137, cf. Plu.2.1109b, anón. medic. en PSI 1180.60, Gal.l.c., Sor.64.9, Dsc.2.72, DP 4.50, PRyl.713re.2, ue.5 (IV d.C.), Olymp.Iob 29.6.
German (Pape)
[Seite 460] (nach Plin. H. N. 28, 9 scythisch), τό, Butter, Medic. Bei Plut. adv. Col. 4 eine Salbe.
Greek (Liddell-Scott)
βούτῡρον: τό, (βοῦς, τυρός), τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Ἱππ. 508. 46, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 593· παρὰ Γαλην. ὡσαύτως βούτῡρος, ὁ. Ἐκ τοῦ Πλιν. 11. 96., 28. 46, φαίνεται ὅτι ἡ χρῆσις τοῦ βουτύρου ὡς στοιχείου τροφῆς παρελήφθη ἐκ τῶν βορείων λαῶν. ΙΙ. τὸ ἄρσεν. σημαίνει και εἶδός τι φυτοῦ, Ἀθήν. 395, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 beurre;
2 sorte d'onguent.
Étymologie: βοῦς, τυρός.
Russian (Dvoretsky)
βούτῡρον: τό
1) (животное), масло Arst.;
2) мазь Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: butter (Hp.).
Other forms: Also βούτυρος (Gal.), after τυρός.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βοῦς and τυρός, cf. βούσταθμον (: σταθμός). From βούτυρον Lat. būtyrum, from where OHG butera etc. - Schrader-Nehring Reallex. 1, 177f., Olck P.-W. 3, 1089ff.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούτυρον -ου, τό βοῦς, τυρός boter.
Frisk Etymology German
βούτυρον: {boútūron}
Grammar: n.
Meaning: Butter (Hp., Arist., LXX usw.).
Derivative: Davon βουτύρινος (Dsk.). Eig. Kuhquark, aus βοῦς und τυρός, der Form nach ein neutrales substantiviertes Bahuvrihikompositum, wie βούσταθμον (: σταθμός) usw. Daneben, mit Anschluß an τυρός, βούτυρος (Gal.).
Etymology: Aus βούτυρον stammt lat. būtȳrum, woraus weiterhin die westgermanischen Formen, ahd. butera usw. — Vgl. Schrader-Nehring Reallex. 1, 177f., Olck P.-W. 3, 1089ff.
Page 1,261