δορίγαμβρος
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ον, bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.
German (Pape)
[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.
Greek (Liddell-Scott)
δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.
Greek Monolingual
δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).
Greek Monotonic
δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δορίγαμβρος: обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну (Ἑλένη Aesch.).
Middle Liddell
δορί-˘γαμβρος, ον adj
bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.