δώρημα

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δώρημα Medium diacritics: δώρημα Low diacritics: δώρημα Capitals: ΔΩΡΗΜΑ
Transliteration A: dṓrēma Transliteration B: dōrēma Transliteration C: dorima Beta Code: dw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, gift, present, Hdt.7.38, etc.: c. dat. pers., A.Pers.523, Eu.402, S.Tr.668: pl., E.Or.123, etc.—Rare in Prose, X.Hier.8.4, Arist.EN1099b11, and later, Ph.2.9, Ep.Jac.1.17.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
regalo, presente ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασι Hdt.7.38, τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου δώρημα X.Hier.8.4, frec. c. dat. δ. Θησέως τόκοις A.Eu.402, cf. Pr.626, Ἡρακλεῖ δωρήματα S.Tr.668, c. gen. subjet. δωρήματα ἀνόμων LXX Si.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.Trag.244
dado a los dioses y a los muertos ofrenda Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματα A.Pers.523, οὐρανίοις θεοῖς δωρήματα Ar.Nu.305
ref. cosas intangibles recibidas de los dioses don θεῶν δ. ἀνθρώποις Arist.EN 1099b11, μέγα δ. βροτοῖς ref. la salud, Isyll.1.57, θεόπεμπτά τινα δωρήματα Longin.34.4, τὰ θεῖα δωρήματα D.P.Au.1.18, πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτων Herm.Mand.2.4, cf. I.AI 4.318, Ep.Iac.1.17, Ep.Rom.5.16, Cat.Ps.118 Pal.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.

German (Pape)

[Seite 695] τό, das Geschenk, Tragg., τινί, Aesch. Pers. 520; τὰ σὰ Ἡρακλεῖ δωρήματα, an den H., Soph. Tr. 668; vgl. Ar. Nubb. 305. In Prosa seltener, Xen. Hier. 8, 4; Arist. Eth. N. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δώρημα: τό, τὸ διδόμενον, δῶρον, Ἡρόδ. 7. 38, καὶ Τραγ.· μετὰ δοτ. προσ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 523, Εὐμ. 402, Σοφ. Τρ. 668. -Σπάνιον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς Ξεν. Ἱέρ. 8. 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 don, présent;
2 avantage.
Étymologie: δωρέω.

English (Strong)

from δωρέομαι; a bestowment: gift.

English (Thayer)

δωρηματος, τό (δωρέομαι); a gift, bounty benefaction; Sophocles, Xenophon, others) (Cf. δόμα, at the end.)

Greek Monolingual

το (AM δώρημα)
το αντικείμενο της δωρεάς, το δώρο.

Greek Monotonic

δώρημα: -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται, δώρο, χάρισμα, σε Ηρόδ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

δώρημα: ατος τό Trag., Arph., Xen., Arst. = δῶρον 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δώρημα -ατος, τό [δωρέω] gift, geschenk; met dat. aan iem.

Middle Liddell

δώρημα, ατος, τό,
that which is given, a gift, present, Hdt., Trag. [from δωρέω

Chinese

原文音譯:dèrhma 多雷馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:給 湧出(果效)
字義溯源:贈與,白白的賜給,不當得的賜給,恩賜,賞賜;源自(δωρέομαι)=賜給);而 (δωρέομαι)出自(δῶρον)*=禮物)。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);雅(1)
譯字彙編
1) 賞賜(1) 雅1:17;
2) 恩賜(1) 羅5:16

English (Woodhouse)

gift

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)