δυσδιαίτητος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.
Greek Monolingual
δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.
Greek Monotonic
δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).
Middle Liddell
δυσ-διαίτητος, ον διαιτάω
hard to decide, Plut.