λιμνοφυής

From LSJ
Revision as of 03:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοφῠής Medium diacritics: λιμνοφυής Low diacritics: λιμνοφυής Capitals: ΛΙΜΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: limnophyḗs Transliteration B: limnophyēs Transliteration C: limnofyis Beta Code: limnofuh/s

English (LSJ)

ές, marsh-born, δόναξ AP6.23.

German (Pape)

[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.

Greek Monolingual

-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ἡ ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].

Greek Monotonic

λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).

Middle Liddell

λιμνο-φυής, ές [φύομαι]
marsh-born, Anth.