λιθοβόλος
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ον, (parox.)
A throwing stones, pelting with stones: λιθοβόλοι, οἱ, stone-throwers, distinguished from σφενδονῆται, Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti.119b: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.).
2 λιθοβόλος, ὁ, engine for hurling stones, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distinguished from καταπέλτης, D.S.20.48; also λιθοβόλον, τό, LXX 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λιθοβόλοι μηχαναί ib.4.9.12.
II proparox. λιθόβολος, ον, Pass., struck with stones, stoned, E.Ph.1063 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιθοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιθοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβόλος: -ον, (βάλλω) ῥίπτων λίθους· λιθοβόλοι, οἱ, οἱ ῥίπτοντες λίθους, διακρινόμενοι ἀπὸ τῶν σφενδονητῶν, Θουκ. 6. 69, ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτ. καὶ πρβλ. Ξεv. Ἀν. 5. 2, 14· γυμνῆτες λιθ. καὶ ἀκοντισταὶ Πλάτ. Κριτί. 119Β. 2) λιθοβόλος, ὁ, μηχανὴ πρὸς ἐξακόντισιν λίθων, Πολύβ. 8. 7. 2, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· διαφέρουσα τοῦ καταπέλτου, Διόδ. 20. 48· ὡσαύτως λιθοβόλον, τό, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ϛ΄, 51), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6, 3. ΙΙ. προπαροξυτ., λιβόβολος, ον, Παθ., ὁ βληθεὶς διὰ λίθων, Εὐρ. Φοίν. 1069.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ο (Α λιθοβόλος, -ον)
1. αυτός πού ρίχνει λίθους
2. το ουδ. ως ουσ. το λιθοβόλο(ν)
πολεμική πολιορκητική μηχανή που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους εναντίον τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η λιθοβόλος
ο αθλητής της λιθοβολίας
2. το αρσ. ως ουσ. είδος πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το λιθοβόλον («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῑς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + βόλος (< βάλλω). Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].
Greek Monotonic
λῐθοβόλος: -ον (βάλλω)·
I. 1. αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· λιθοβόλοι, οἱ, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.
2. λιθοβόλος, ὁ, μηχανή για τη ρίψη λίθων, καταπέλτης, σε Πολύβ., κ.λπ.
II. προπαροξύτ., λιθόβολος, -ον, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοβόλος: ὁ
1) метатель камней (ручным способом), камнеметчик (λιθοβόλοι καὶ σφεδονῆται Thuc.);
2) камнеметательное орудие, камнемет (καταπέλται καὶ λιθοβόλοι Diod.).
Middle Liddell
λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθόβολος] βάλλω
1. throwing stones, pelting with stones: λιθοβόλοι, οἱ, stone-throwers, Thuc., etc.
2. λιθοβόλος, an engine for hurling stones, Polyb., etc.