λινόπτερος

From LSJ
Revision as of 03:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτερος Medium diacritics: λινόπτερος Low diacritics: λινόπτερος Capitals: ΛΙΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: linópteros Transliteration B: linopteros Transliteration C: linopteros Beta Code: lino/pteros

English (LSJ)

ον, sail-winged, λ. ναυτίλων ὀχήματα A.Pr.468.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen Flügeln, ναυτίλων ὀχήματα, d. i. mit Segeln, Aesch. Prom. 466.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτερος: -ον, ὁ ἔχων τὰ λινᾶ ἱστία ὡς πτέρυγας, λ. ναυτίλων ὀχήματα, «τὰ δίκην πτερῶν λινᾶ ἱστία ἔχοντα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 468.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes (càd aux voiles) de lin.
Étymologie: λίνον, πτερόν.

Greek Monolingual

λινόπτερος, -ον (Α)
(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανόπτερος, χρυσόπτερος].

Greek Monotonic

λῐνόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει λινά πανιά, λέγεται για πλοία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπτερος: с льняными крыльями, окрыленный парусами (ναυτίλων ὀχήματα Aesch.).

Middle Liddell

λῐνό-πτερος, ον πτερόν
sail-winged, of ships, Aesch.

English (Woodhouse)

furnished with sails

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)