μεταλλεία
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English (LSJ)
ἡ,
A searching for metals and the like, mining, Pl.Criti.114e, Lg.842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in plural, concrete, mines, Id.3.2.3.
2 mining operations in a siege, D.S.16.74.
3 underground channel, Pl.Lg.761c.
4 metaph., μεγαλόδωρος ἡ μεταλλεία τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2.
German (Pape)
[Seite 149] ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαθείαις καὶ κακοπάθοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλεία: ἡ, (μεταλλεύω) τὸ ἀναζητεῖν μέταλλα καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἐκμετάλλευσις, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 842D. 2) ὑπονομευτικὰ ἔργα ἐν πολιορκίᾳ, Διόδ. 16. 74. 3) ὑπόγειος ὀχετός, Πλάτ. Νόμ. 761C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 travail de mine;
2 opérations de mine dans un siège;
3 mine, fosse.
Étymologie: μέταλλον.
Greek Monolingual
η (Α μεταλλεία) μεταλλεύω
η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα στερεὰ καὶ ὅσα τηκτὰ γέγονε», Πλάτ.)
αρχ.
1. υπονομευτικά έργα σε πολιορκία («διὰ τῆς μεταλλείας ὑπορύττων ἐπὶ πολὺ μέρος τοῦ τείχους κατέβαλλε», Διόδ.)
2. υπόγειος οχετός
3. μτφ. ανεύρεση πολύτιμου πράγματος («μεγαλόδωρος ἡ μεταλλεία τοῦ ἀληθοῦς», Μάξ.)
4. στον πληθ. αἱ μεταλλεῖαι
α) τα μέταλλα
β) η εργασία σε μεταλλείο.
Greek Monotonic
μεταλλεία: ἡ, έρευνα για μέταλλα και παρόμοια, η ενέργεια του μεταλλωρύχου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλείᾱ: ἡ
1) ров, канал (μεταλλείαις νάματα συνάγειν Plat.);
2) pl. горный промысел, раскопки: ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα Plat. все, что добывается из земных недр;
3) воен. земляные работы Diod.
Middle Liddell
μεταλλεία, ἡ,
a searching for metals and the like, mining, Plat. [from μεταλλεύω