πέπερι
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
τό,
A pepper, Piper nigrum, Antiph.277, Arist.Po.1458a15, Dsc.2.159, etc.: gen. πεπέρεως Plu.Sull.13, Ath.9.381b; πεπέριος Thphr.HP9.20.2: pl., τὰ τρία πεπέρια Orib.Fr.67: other forms imply nom. πέπερις, ὁ, gen. τοῦ πεπέριδος Eub.128; dat. πεπέριδι Ael.NA9.48; acc. πέπεριν Nic.Al.332, Th.876; gen. pl. πεπερίδων Ath.9.376d: also fem., αἱ πεπέριδες = pepper-trees, Philostr.VA3.4.
2 πέπερι πρόμηκες, πέπερι μακρόν, long pepper, Piper officinarum, Thphr.HP9.20.1, Dsc. 2.159. (Gen. sg. πιπέρεως Stud.Pal.20.27.3 (ii/iii A. D.).)
German (Pape)
[Seite 560] εως u. εος, ion. ιος, τό (persisches Wort), der Pfeffer, Pfefferbaum, piper; Hippocr., Diosc. u. A.; der accus. πέπεριν, also wahrscheinlich masc., findet sich Nic. Al. 332 Ther. 876; vgl. aber πεπερίς; der gen. πεπέρεως Plut. Symp. 8, 9, 3 Sull. 13 Ath. IX, 381 b; τοῦ πεπέριος, Eubul. bei Ath. II, 66 d, wo v.l. πεπέριδος ist, was Mein. aufgenommen hat, da auch in Cram. Anecd. IV, 338, 10 diese Form aus Eubul. bemerkt ist; vielleicht ist damit der erwähnte accus. πέπεριν zu vereinigen.
Greek (Liddell-Scott)
πέπερῐ: τό, τὸ δένδρον «πεπεριά», Λατ. piper, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 18, κτλ.˙ - γεν. πεπέρεως, Πλουτ. Σύλλ. 13, Ἀθήν. 381Β˙ πεπέριος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2˙ καὶ ὁ Ἀριστ. σημειοῦται πέπερι, μέλι, κόμμι, ὡς τὰ τρία ὀνόματα τὰ λήγοντα εἰς ι (Ποιητ. 21, 26)˙ ἀλλ’ ἕτεροι τύποι ὑποθέτουσιν ὀνομαστικὴν πέπερις, ὁ, δηλ. τοῦ πεπέριδος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Β, ἔνθα ἴδε Meineke· πεπέριδι Αἰλ. π. Ζ. 9. 48. πεπερίδων Ἀθήν. 376D· πέπεριν Νικ. Ἀλεξιφ. 332, Θ 876˙ ὡσαύτως θηλ. αἱ πεπερίδες, τὰ πεπερόδενδρα, Φιλόστρ. 97, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 325. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (τό) :
poivre.
Étym. pers. biber.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και πίπερι, -έρεως και -έριος και δ. τ. πέπερις, -έριδος, ὁ, Α
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πιπερίδες και το οποίο περιλαμβάνει 1.500
2.000 είδη μικρών δένδρων, θάμνων και ξυλωδών αναρριχητικών φυτών τών τροπικών περιοχών, με σημαντικότερο είδος το Piper nigrum από τους καρπούς του οποίου παράγεται το μαύρο και άσπρο πιπέρι
2. ο καρπός του είδους Piper nigrum
αρχ.
(τ. πληθ. θηλ.) αἱ πεπέριδες
τὰ πεπερόδεντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο, άγνωστης προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. pippalī «κόκκος πιπεριού», μσν. ινδ. pipparī). To λατ. piper είναι παράλληλο δάνειο με το ελλ. πέπερι (βλ. και λ. πιπέρι)].
Greek Monotonic
πέπερῐ: τό, πιπέρι, το φυτό πιπεριά, Λατ. piper· γεν. πεπέρεως, πεπέριος, πεπέριδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέπερι -ιος en -εως, τό, Ion. gen. -εος, peper.
Russian (Dvoretsky)
πέπερι: εως τό перец Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.,
Meaning: pepper (Eub., Antiph., Arist.);
Other forms: also -ις, -ιδος m.
Dialectal forms: (rarely πί-), -ιος, -εως
Compounds: Few compp., e.g. πιπερό-γαρον n. peppered fish broth, μακρο-πέπερι n. long pepper (medic.),
Derivatives: -ις, -ιδος f. pepper tree (Philostr. VA). -- From it πιπερῖτις f. plantname siliquastrum (Plin. etc.; after the taste, Strömberg Pfl. 63); πεπερίζω to taste like p. (Dsc.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient
Etymology: Orient. LW [loanword], first from MInd. pipparī (Skt. [ep. cl.] -lī) f. of unknown origin; s. Mayrhofer s. píppalam m. further details a. lit. -- Lat. LW [loanword] piper, from where NHG Pfeffer etc.
Middle Liddell
pepper, the pepper-tree, Lat. piper.
Frisk Etymology German
πέπερι: (vereinzelt πί-), -ιος, -εως
{péperi}
Forms: auch -ις, -ιδος m.
Grammar: n.,
Meaning: Pfeffer (seit IVa);
Composita: Einige Kompp., z.B. πιπερόγαρον n. gepfefferte Fischbrühe, μακροπέπερι n. langer Pfeffer (Mediz.),
Derivative: -ις, -ιδος f. Pfefferbaum (Philostr. VA). — Davon πιπερῖτις f. PflN siliquastrum (Plin. usw.; nach dem Geschmack, Strömberg Pfl. 63); πεπερίζω ‘nach Pf. schmecken’ (Dsk.)
Etymology: Orient. LW, zunächst aus mind. pipparī (aind. [ep. kl.] -lī) f. von unbekannter Herkunft; s. Mayrhofer s. píppalam m. weiteren Einzelheiten u. Lit. — Lat. LW piper, woraus nhd. Pfeffer u sw.
Page 2,508