πενθημιμερής

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθημῐμερής Medium diacritics: πενθημιμερής Low diacritics: πενθημιμερής Capitals: ΠΕΝΘΗΜΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: penthēmimerḗs Transliteration B: penthēmimerēs Transliteration C: penthimimeris Beta Code: penqhmimerh/s

English (LSJ)

ές, consisting of five halves, i. e. of two and a half: in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in Hexam. and Iamb. Trim., Aristid. Quint.1.25, etc.; τὸ π. (with or without μέτρον) the first two feet and a half of a verse, Quint.Inst.9.4.78, Heph. 7.3, al., Sch.Ar.Av.627.

German (Pape)

[Seite 555] ές, aus fünf halben, d. i. aus 2½Theilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. μέρος, od. ἡ πενθημιμερής, sc. τομή, der Theil eines Verses, der aus den ersten 2½ Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πενθημῐμερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ προσῳδία τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως μέτρον· ἢ ἄνευ αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ ἥμισυς στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; t. de gramm. πενθημιμερὴς τομή césure penthémimère, après le deuxième pied, particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm. τὸ πενθημιμερές partie d'un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.
Étymologie: πέντε, ἥμισυς, πούς.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη
2. φρ. «τομή πενθημιμερής»
(μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές
οι πρώτοι δυόμισυ πόδες του στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμιμερής.

Greek Monotonic

πενθημῐμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πέντε μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην προσωδία, τομὴ πενθημιμερής, η τομή έπειτα από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά μέτρα.

Russian (Dvoretsky)

πενθημῐμερής: состоящий из пяти половин, т. е. из двух с половиной частей: ἡ π. (sc. τομή) стих. цезура в середине третьей стопы (гексаметра или ямбического триметра).

Middle Liddell

πενθ-ημῐ-μερής, ές
consisting of five halves, or two and a half:—in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in hexam. and iamb. verses.