προσεξετάζω

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξετάζω Medium diacritics: προσεξετάζω Low diacritics: προσεξετάζω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: prosexetázō Transliteration B: prosexetazō Transliteration C: proseksetazo Beta Code: proseceta/zw

English (LSJ)

examine or search into besides, D.21.227 (Pass.), 24.69, Gal.6.723, Luc.Tyr.11.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προσεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ προσέτι, Δημ. 586. 23., 722. 23, Λουκ. Τύρανν. 11· ― ῥημ. ἐπίθ. -εξεταστέον, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

rechercher en outre.
Étymologie: πρός, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

Α
εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῦτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προσεξετάζω: μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεξετάζω: сверх того исследовать Dem., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εξετάζω bovendien onderzoeken.

Middle Liddell

fut. σω
to search into besides, Dem.