ταύτῃ
German (Pape)
[Seite 1074] dem Frageworte πῇ entsprechend, auf diese Weise, s. οὗτος.
Greek (Liddell-Scott)
ταύτῃ: δοτικ. θηλ., ἴδε οὗτος Γ. ΙΧ. 4· ταυτηΐ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1221.
French (Bailly abrégé)
dat. fém. sg. de οὗτος, employé adv.
English (Strong)
and tauten, and tautes dative case, accusative case and genitive case respectively of the feminine singular of οὗτος; (towards or of) this: her, + hereof, it, that, + thereby, the (same), this (same).
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ταύτᾳ και κωμ. τ. ταυτηΐ Α
επίρρ. κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. της δεικτ. αντων. οὗτος.
Greek Monotonic
ταύτῃ: δοτ. θηλ. του οὗτος, με αυτόν τον τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
ταύτῃ:
I dat. f к οὗτος.
II adv.
1) в (э)том месте, здесь или там Soph., Thuc.;
2) сюда, туда Arph., Xen.;
3) так, таким образом Aesch., Soph.: οὔτι τ. ταῦτα Eur. не так это (останется); οὕτω τε καὶ τ. Plat. именно таким образом;
4) в этом отношении (τ. ἀθλιώτατόν ἐστιν Xen.).
Middle Liddell
[dat. fem. sg. of οὗτος
in this way.
English (Woodhouse)
thus, as things are going, at this rate, in this way, on this side