τριτόσπορος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτόσπορος Medium diacritics: τριτόσπορος Low diacritics: τριτόσπορος Capitals: ΤΡΙΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: tritósporos Transliteration B: tritosporos Transliteration C: tritosporos Beta Code: trito/sporos

English (LSJ)

ον, sown for the third time, τ. γονή the third generation, Id.Pers.818.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑτόσπορος: -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. γονή, ἡ τρίτη γενεά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré au troisième degré, càd de la troisième génération.
Étymologie: τρίτος, σπείρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τριτόσπορος γυνή» — η τριτή γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. δεκατό-σπορος].

Greek Monotonic

τρῐτόσπορος: -ον (σπείρω), σπαρμένος για τρίτη φορά, τριτόσπορος γονή, η τρίτη γενειά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτόσπορος: порожденный в третий раз: τ. γονή Aesch. третье поколение.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτόσπορος -ον [τρίτος, σπονδή] voor de derde maal gezaaid, van de derde generatie.

Middle Liddell

τρῐτό-σπορος, ον, σπείρω
sown for the third time, τρ. γονή the third generation, Aesch.