χαλκοπάρῃος

Revision as of 20:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[πᾰ], Dor. χαλκο-πάρᾱος, ον, with cheeks or sides of bronze, epithet of helmets, Il.12.183, 17.294, 20.397, Od.24.523; of a javelin, Pi.P.1.44, N.7.71; κρέμβαλα Carm.Pop.3.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾳος, ον, ὁ ἔχων παρειὰς ἢ πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, ἐπίθ. τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Μ. 183., Ρ. 294, Ὀδ. Ω. 522· ἐπὶ ἀκοντίου, Πινδ. Π. 1. 84, Ν. 7. 105· κρέμβαλα ὕμν. παρ’ Ἀθην. 636D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq.
aux joues d'airain, càd aux côtés, aux protège-joues d'airain (casque).
Étymologie: χαλκός, παρειά.

English (Autenrieth)

with cheeks (sidepieces) of bronze, helmet. (Il. and Od. 24.523.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, -ον, Α
χαλκόπλευρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πάρῃος / -πάρᾳος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο-πάρῃος, φοινικο-πάρῃος].

Greek Monotonic

χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για ακόντιο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκο-πάρῃος, δοριξ -πάρω¯