ἀπαναισχυντέω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
behave with effrontery, c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο Pl. Ap.31b; c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5: abs., D.29.20, cf. 54.33; put away shame, Hld.8.5.
Spanish (DGE)
no tener vergüenza de τοῦτο Pl.Ap.31b
•c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5
•c. ac. int. ἀ. καλὴν ἀναισχυντίαν sentir una sana falta de vergüenza Chrys.M.58.520
•abs. comportarse desvergonzadamente D.29.20, 54.33, D.C.45.27.3
•en aor., abs. perder la vergüenza LXX Ie.3.3.
German (Pape)
[Seite 277] unverschämt genug sein, um zu.., sequ. ὡς, Plat. Apol. 31 b; absolut, Dem. 29, 20, unverschämt auffahren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναισχυντέω: ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
nier impudemment.
Étymologie: ἀπό, ἀναισχυντέω.
Greek Monotonic
ἀπαναισχυντέω: μέλ. -ήσω (ἀναίσχυντος)·
I. έχω την αναισχυντία, την αναίδεια να πράξω ή να εκστομίσω κάτι.
II. αρνούμαι, αποποιούμαι επαίσχυντα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαναισχυντέω: бесстыдно утверждать, нагло заявлять Plat., Dem.
Middle Liddell
ἀναίσχυντος
I. to have the effrontery to do or say a thing, Plat.
II. to deny shamelessly, Dem.