ἀπαίνυμαι

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίνῠμαι Medium diacritics: ἀπαίνυμαι Low diacritics: απαίνυμαι Capitals: ΑΠΑΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: apaínymai Transliteration B: apainymai Transliteration C: apainymai Beta Code: a)pai/numai

English (LSJ)

= ἀποαίνυμαι (q.v.), Mosch.2.66.

Spanish (DGE)

(ἀπαίνῠμαι)
quitar c. ac. y gen. τεύχε' ... Ἀπισάονος Il.11.582
retirar del fuego χυτρίδα Call.Fr.244
arrancar ἕρπυλλον Mosch.2.66.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίνυμαι: ἀποθ. ἀφαιρῶ, τεύχε’ ἀπαινύμενον Ἰλ. Λ. 582, Ρ. 85, δρέπω, κόπτω, τῶν ἥ μὲν νάρκισσον ἐΰπνοον, ἥ δ’ ὑάκινθον, ἥ δ’ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο Μόσχ. 2. 66: - Ὁ Ὅμ. ἔχει ὡσαύτως ᾀποαίνυμαι Ἰλ. Ν. 262, Ὀδ. Μ. 419, Ρ. 322.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποαίνυμαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: take away; τινός τι, ρ 322, Il. 13.262.

Greek Monolingual

ἀπαίνυμαι (Α) αίνυμαι
1. αφαιρώ
2. κόβω.

Greek Monotonic

ἀπαίνυμαι: και ἀπο-αίνυμαι, αποθ., αφαιρώ, αποσπώ, τί τινος, σε Ομήρ. Οδ.· αποκόπτω, δρέπω, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαίνυμαι: отнимать (τί τινος Hom.).

Middle Liddell


to take away, withdraw, τί τινος Od.: to pluck off, Mosch.