ἀπινύσσω

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπῐνύσσω Medium diacritics: ἀπινύσσω Low diacritics: απινύσσω Capitals: ΑΠΙΝΥΣΣΩ
Transliteration A: apinýssō Transliteration B: apinyssō Transliteration C: apinysso Beta Code: a)pinu/ssw

English (LSJ)

(πινυτός) lack understanding, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258; κῆρ ἀπινύσσων, of one lying senseless, Il.15.10; cf. Apollon.Lex. s.v. ἀπινυτέω.

Spanish (DGE)

(ἀπῐνύσσω)
perder el sentido κῆρ ἀπινύσσων perdido el sentido de un guerrero caído Il.15.10, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258.

German (Pape)

[Seite 291] (πινυτός, πινύσσω, πνέω, πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ κέαρ ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῐνύσσω: (πινυτὸς) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς εἶναι» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ παράφρων τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
n’avoir pas sa raison.
Étymologie: , πινυτός.

English (Autenrieth)

(πινυτός): lack understanding, Od. 5.342; be unconscious; κῆρ, acc. of specification, Il. 15.10.

Greek Monolingual

ἀπινύσσω (Α)
1. είμαι ανόητος
2. πέφτω αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»].

Greek Monotonic

ἀπῐνύσσω: (α- στερητικό και πινυτός), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι άφρων, ανόητος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπῐνύσσω:
1) находиться без сознания (κῆρ ἀπινύσσων Hom.);
2) быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).

Middle Liddell

privat.,, πινυτός
only in pres. to lack understanding, be senseless, Hom.