ἐπιρράπτω
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
aor. 2 A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315. 2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.
French (Bailly abrégé)
coudre à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ῥάπτω.
English (Thayer)
(T Tr WH ἐπιράπτω, see Rho); (ῤάπτω to sew); to sew upon, sew to: ἐπί τίνι (R G; others τινα), Mark 2:21.
Greek Monolingual
(Α ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.
Greek Monotonic
ἐπιρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω ή συρράπτω πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρράπτω: нашивать, пришивать (ἐπίβλημα ἐπὶ ἱματίῳ NT).
Middle Liddell
fut. ψω
to sew or stitch on, NTest.