ἡμίφλεκτος

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφλεκτος Medium diacritics: ἡμίφλεκτος Low diacritics: ημίφλεκτος Capitals: ΗΜΙΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: hēmíphlektos Transliteration B: hēmiphlektos Transliteration C: imiflektos Beta Code: h(mi/flektos

English (LSJ)

ον, half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος, ομόφλεκτος].

Greek Monotonic

ἡμίφλεκτος: -ον (φλέγω), ημίκαυστος, ημιφλεγής, σε Θεόκρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίφλεκτος: наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.

Middle Liddell

ἡμί-φλεκτος, ον φλέγω
half-burnt, Theocr., Luc.