ἱκετεία

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετεία Medium diacritics: ἱκετεία Low diacritics: ικετεία Capitals: ΙΚΕΤΕΙΑ
Transliteration A: hiketeía Transliteration B: hiketeia Transliteration C: iketeia Beta Code: i(ketei/a

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, more Att. form of ἱκεσία (q.v.), supplication, Th.1.24; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Id.3.67; ἱκετεῖαι θεῶν addressed to them, Lys.2.39; ἐφ' ἱκετείαν τραπόμενος Pl.Ap.39a; μετὰ δεήσεως καὶ ἱκετείας PPetr.2p.60 (iii B.C.), cf. SIG1181.12 (Jewish): pl., ἱκετείας ποιεῖσθαι Pl.Smp.183a, etc.

German (Pape)

[Seite 1247] ἡ, das Schutzflehen, = ἱκεσία, w. m. s.; τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. 1, 24; ἱκετείαν τινὸς ποιεῖσθαι, Jemanden bitten, 3, 67, wie θεῶν Lys. 2, 39; ἐφ' ἱκετείαν τρεπόμενος τῶν διωκόντων Plat. Apol. 39 a; ἱκετείας καὶ ἀντιβολήσεις ἐν ταῖς δεήσεσι ποιούμενοι Conv. 183 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετεία: ῐ, ἡ, Ἀττικώτερος τύπος τοῦ ἱκεσία, Θουκ. 1. 24· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ἱκετεύειν τινά, ὁ αὐτ. 3. 67· ἱκ. θεῶν, ἱκεσίαι πρὸς τοὺς θεούς, Λυσ. 194. 21· ἐφ᾿ ἱκετείαν τρέπεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 39Α· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Α, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130, 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.

Greek Monolingual

ἱκετεία, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. ικεσία.

Greek Monotonic

ἱκετεία: [ῐ], ἡ, = ἱκεσία, ικεσία, δέηση, σε Θουκ.· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ικετεύω κάποιον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετεία: (ῐκ) ἡ (= ἱκεσία) ходатайство: οἱ Κερκυραῖοι τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. керкирцы не удовлетворили просьбу (жителей Коринфа); ἐφ᾽ ἱκετείαν τρέπεσθαι Plat. прибегать к просьбам, начать умолять; ἱ. θεῶν Lys. молитва богам.

Middle Liddell

ἱ˘κετεία, ἡ, = ἱκεσία
supplication, Thuc.; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Thuc.

English (Woodhouse)

entreaty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)