κύαθος
English (LSJ)
ὁ, A ladle, for drawing wine out of the κρατήρ, Anacr.63.5, Pl.Com.176, Archipp. 21, X.Cyr.1.3.9, PEleph.5.3 (iii B.C.), etc.; cold metal ladles were applied to bruises, Arist.Pr.890b7; κύαθον αἰτήσεις τάχα you'll need a ladle shortly (from being so soundly beaten), Ar.Lys.444; ὑπωπιασμέναι… καὶ κυάθους προσκείμεναι = with ladles applied, Id.Pax 542, cf. E.Fr.374, Apolloph.3. II Attic measure holding two κόγχαι or four μύστρα, about 1/12 of a pint, Gal.19.753, cf. 10.516. III κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες = filled-out hollows round the collarbones, Philostr.Gym.48.
German (Pape)
[Seite 1520] ὁ, eigtl. das Hohle (κύω, κύτος), der Becher, von Ath. X, 424 a ἀντλητήρ erkl., wo viele Beispiele aus den comic. beigebracht sind; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. A. – Als Maaß für flüssige und trockene Dinge, zwei κόχχαι u. vier μύστραι haltend, Galen. – Auch = Schröpfkopf, denn man nahm eherne Becher zum Schröpfen; κυάθους αἰτήσεις τάχα, du wirst bald Schröpfköpfe fordern, d. i. du sollst so durchgebläu't werden, daß du dich schröpfen lassen mußt, Ar. Lys. 444, vgl. Pax 541 u. Ath. X.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. (ὁ) 1 vase pour puiser;
2 sorte de coupe, tasse;
3 mesure de 2 κόγχαι ou de 4 μύστρα pour liquides et solides;
4 ventouse de médecin;
II. (ἡ) creux de la main.
Étymologie: R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. κυέω.
Greek (Liddell-Scott)
κύᾰθος: ὁ, (ἴδε κυέω) ποτήριον, δι’ οὗ ἤντλουν οἶνον τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι μέτρον χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. σικύα πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις τάχα, θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου (ἕνεκα τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. σικύα ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
Greek Monolingual
ο (AM κύαθος)
κάθε μικρή κοιλότητα, όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό ποτήρι, με κύπελλο («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες γύρω από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)
νεοελλ.-μσν.
κύπελλο για θερμά ποτά, κούπα, φλιτζάνι
αρχ.
1. αγγείο με το οποίο αντλούσαν κρασί από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῖρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», Ξεν.)
2. αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή τέσσερα μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 περίπου του λίτρου
3. χάλκινη βεντούζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύαρ «κοιλότητα» (πρβλ. και κύαμος) και εμφανίζει επίθημα -θoς (πρβλ. γυργαθός, λήκυθος), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cyathus].
Greek Monotonic
κύᾰθος: ὁ (κύω),
I. κύπελο για την άντληση κρασιού από τον κρατήρα ή τη γαβάθα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. βεντούζα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κύᾰθος: ὁ
1) чашка, ковш, кружка, Xen., Arst.;
2) медицинская банка Arph., Arst.;
3) киат (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κόγχαι или 4 μύστρα, т. е. 0.0456 л) Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύαθος -ου, ὁ [κύαρ] (maat)beker; om wijn mee te scheppen:; ἀρύσαντες τῷ κυάθῳ na geschept te hebben met de beker Xen. Cyr. 1.3.9; geneesk. kop (van metaal om op een kneuzing aan te brengen):; κύαθον αἰτήσεις τάχα je zult snel om een kop vragen (om de pijn te stillen) Aristoph. Lys. 444; als maat eenheid:. κύαθον εἰρήνης ἕνα een enkel bekertje vrede Aristoph. Ach. 1053.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ladle for drawing wine (IA.).
Derivatives: Diminut. κυάθ-ιον (Pherecr.), -ίς (Sophr.), -ίσκος (medic.); κυαθ-ώδης k.-like (Eratosth.), -ιαῖος measuring a κ. (Arist. -comm.), -ότης the idea κύαθος (Pl.; cf. Scheller Oxytonierung 29 n. 3), -ίζω scoop with a κ. (com., Plb.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: For the ending cf. λήκυθος, γυργαθός a. o. (Chantraine Formation 367, Schwyzer 511); usually connected with κύαρ (against this Chantraine l.c., but accepted again in DELG); cf. on κύαμος. Wrong Pisani Ist. Lomb. 73, 529 (Skt. kávandha-'barrel)'. Lat. LW [loanword] cyathus (Plaut.). - Szemerényi, Gnomon 43 (1971) compares Ugar. qb`t, Hebr. qubba`at cup. Clearly a Pre-Greek word (cf. DELG); Fur. 237 compares κόβαθος a vessel, and κύβεθρον beehive(?). The sequence -υα- is typcical of foreign words.
Middle Liddell
κύᾰθος, ὁ, [κύω]
I. a cup, for drawing wine out of the κρατήρ or bowl, Xen., etc.
II. a cupping-glass, Ar.
{{FriskDe
|ftr=κύαθος: {kúathos}
Grammar: m.
Meaning: Schöpfgefäß, Hohlmaß (ion. att.).
Derivative: Deminutiva κυάθιον (Pherekr. u. a.), -ίς (Sophr.), -ίσκος (Mediz.); ferner κυαθώδης ‘k.-ähnlich’ (Eratosth.), -ιαῖος ‘einen κ. messend' (Arist. -Komm.), -ότης [[der Begriff κύαθος (Pl.; vgl. Scheller Oxytonierung 29 A. 3), -ίζω ‘mit em κ. schöpfen’ (Kom., Plb.).
Etymology: Zu λήκυθος, γυργαθός u. a. im Ausgang stimmend (Chantraine Formation 367, Schwyzer 511), gewöhnlich zu κύαρ u. Verw. gezogen (dagegen Chantraine a.a.O.); vgl. zu κύαμος. —Nicht mit Pisani Ist. Lomb. 73, 529 mit aind. kávandha-’Tonne’ identisch (vgl. Mayrhofer Wb. s. kábandhaḥ1). Lat. LW cyathus (seit Plaut.).
Page 2,36
}}
Wikipedia EN
Kyathos (Ancient Greek: κύαθος, kúathos) is the name given in modern terminology to a type of painted ancient Greek vase with a tall, round, slightly tapering bowl and a single, flat, long, looping handle. Its closest modern parallel would be a ladle.
Wikipedia IT
Il kyathos (greco antico - mestolone; pl. kyathoi) è il nome dato nella moderna terminologia ad un antico vaso greco dipinto dotato di una cavità alta, rotonda, lievemente affusolata e un singolo manico ad anello, lungo e piatto. Un parallelo moderno potrebbe essere il mestolo, il kyathos infatti veniva usato come attingitoio. I primi esempi conosciuti sono stati prodotti verso il 530 a.C. nella bottega di Nikosthenes sull'esempio di forme simili in bucchero etrusco e forse da originali in bronzo, come sembra suggerire il manico, decisamente incongruo rispetto alle normali forme di terracotta. Lo si trova ancora nella prima metà del V secolo a.C. divenendo molto raro nel periodo successivo e restando tipico del periodo maturo e tardo delle figure nere.