πραόνως
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
Adv. temperately, Ar.Ra.856, Ael.NA5.39. (Formed from *πραό-νους.)
German (Pape)
[Seite 694] adv. von πραόνοος, zsgzgn πραόνους, sanftmüthig; Ar. Ran. 856; Ael. H. A. 5, 39; vgl. Lob. Phryn. 403; Buttmann nimmt ausführl. Gramm. II p. 263 keine Zusammensetzung, sondern eine metaplastische Nebenform des gewöhnlichen πράως an, als wäre auch ein Positiv πράων da gewesen.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec plus de douceur ou de bonté.
Étymologie: πρᾶος.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱόνως: Ἐπίρρ. μετὰ πραότητος, πράως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 856, Αἰλ. π. Ζ. 5. 39. (Ἐτυμολογούμενον ὡς ἐκ τοῦ πραόνους, διότι τύπος πράων = πρᾶος, δὲν ὑπάρχει, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 403).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με πραότητα, πράως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ' άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, -ονος). Παρ' όλα αυτά, το επίρρ. πραόνως θα προϋπέθετε την ύπαρξη αμάρτυρου συγκριτ. πράων (πρβλ. ἐλάττων: ἐλασσόνως)].
Greek Monotonic
πρᾱόνως: επίρρ. από *πρᾴων (= πρᾶος), με πραότητα, συγκρατημένα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱόνως: спокойно, сдержанно (ἐλέγχειν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραόνως [πρᾶος] adv., op een milde wijze.
Middle Liddell
[adverb of *πρᾴων] = πρᾶος
temperately, Ar.