σπουδαστός
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ή, όν, that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.
Greek Monotonic
σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.
Middle Liddell
σπουδαστός, ή, όν σπουδάζω
that deserves to be sought or tried zealously, Plat.