ψωραλέος
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
α, ον, itchy, scabby, mangy, ζῷα X.Cyr.1.4.11; βόες Longus 3.29.
German (Pape)
[Seite 1406] krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
galeux.
Étymologie: ψώρα.
Greek (Liddell-Scott)
ψωρᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.
Greek Monolingual
-α, -ο / ψωραλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα
αρχ.
(για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].
Greek Monotonic
ψωρᾰλέος: -α, -ον, ψωριάρης, ψωριασμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ψωρᾰλέος: пораженный кожной болезнью, покрытый струпьями Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.