κατάμεμπτος

From LSJ
Revision as of 21:22, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεμπτος Medium diacritics: κατάμεμπτος Low diacritics: κατάμεμπτος Capitals: ΚΑΤΑΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: katámemptos Transliteration B: katamemptos Transliteration C: katamemptos Beta Code: kata/memptos

English (LSJ)

ον, blamed by all, abhorred, γῆρας S.OC1235 (lyr.): neuter plural as adverb, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον ye have fared not so as to have cause to find fault, ib.1696 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1363] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; γῆρας Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisé, méprisable.
Étymologie: καταμέμφομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεμπτος: -ον, ἄξιος μομφῆς, περιφρονήσεως, γῆρας κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, αὐτόθι 1695.

Greek Monolingual

κατάμεμπτος, -ον (Α) καταμέμφομαι
αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.).

Greek Monotonic

κατάμεμπτος: -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμεμπτος -ον, adj. verb. van καταμέμφομαι, afkeurenswaardig; n. plur. adv. κατάμεμπτα:. οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἔβητον de weg die jullie hebben afgelegd is niet afkeurenswaard Soph. OC 1696.

Russian (Dvoretsky)

κατάμεμπτος: (всеми) порицаемый, т. е. тягостный, ужасный (τὸ γῆρας Soph.).

Middle Liddell

κατάμεμπτος, ον
blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.