πόσε

From LSJ
Revision as of 08:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσε Medium diacritics: πόσε Low diacritics: πόσε Capitals: ΠΟΣΕ
Transliteration A: póse Transliteration B: pose Transliteration C: pose Beta Code: po/se

English (LSJ)

Adv. whither? πόσε φεύγετε; Il.16.422, Od.6.199; πόσ' ἴμεν; 10.431:—Ep. for later ποῖ.

German (Pape)

[Seite 687] adv., wohin? πόσε φεύγετε; ll. 16, 422 Od. 6, 199; πόσ' ἴμεν, 10, 431.

French (Bailly abrégé)

adv. interr.
vers quel endroit ?
Étymologie: *πός.

Greek (Liddell-Scott)

πόσε: Ἐπίρρ., πρὸς ποῖον μέρος; πόσε φεύγετε; Ἰλ. Π. 422, Ὀδ. Ζ. 199· πόσ’ ἴμεν; Ὀδ. Κ. 431· ― ποῖ; ἦτο συνηθέστερον ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ.

English (Autenrieth)

interrog. adv., whether?

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς ποιο μέρος, προς τα πού; («αἰδώς, ὦ Λύκιοι, πόσε φεύγετε;» Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θέμα τών ερωτηματικών αντωνυμιών και επιρρμ. πο- με δυσερμήνευτη κατάλ. -σε (βλ. λ. πο-)].

Greek Monotonic

πόσε: επίρρ., = ποῖ, προς ποιο μέρος; σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόσε, ep. ποῖ [ποῦ] adv. μ waarheen?

Russian (Dvoretsky)

πόσε: adv. куда: στῆτέ μοι, π. φεύγετε; Hom. остановитесь же, куда вы бежите?

Middle Liddell

= ποῖ, whither? Hom.