γαλακτώδης

From LSJ
Revision as of 11:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτώδης Medium diacritics: γαλακτώδης Low diacritics: γαλακτώδης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΩΔΗΣ
Transliteration A: galaktṓdēs Transliteration B: galaktōdēs Transliteration C: galaktodis Beta Code: galaktw/dhs

English (LSJ)

ες, A = γαλακτοειδής, ὑγρότης Arist.HA540b32; γ. τροφή Id.PA692a15; χυμός Thphr.CP6.4.1. 2 milk-warm, tepid, Herod.Med. ap. Orib.5.30.38, Antyll.ib.9.23.9, Alex.Trall.Febr. 4. 3 mixed with milk, οἶνος Hp.Epid.7.101.

Spanish (DGE)

-ες
1 semejante a la leche en el color, blanquecino de las heces, Hp.Epid.3.17.13, ὑγρότης Arist.HA 540b32, χυμός Thphr.CP 6.4.1, τόπος Luc.VH 2.26
tibio como la leche recién ordeñada ὕδωρ Herod.Med. en Orib.5.30.38, Antyll. en Orib.9.23.9, Alex.Trall.1.363.18.
2 consistente en leche τροφή Arist.PA 692a15, Ph.1.522.
3 mezclado con leche οἶνος Hp.Epid.7.101, Pythag.Ep.4.3.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.; τροφή, Milchspeise, Arist. part. anim. 4, 11. Bei Medic. lau wie Milch.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτώδης: -ες, = γαλακτοειδής, ὑγρότης Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 6· γ. τροφὴ ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 11, 20· ― μεταφ., γ. λόγοι Εὐσ. Ε. Ι. 4. 23.2) ὡς τὸ γάλα χλιαρός. Ἱππ. 1235G.

Greek Monolingual

-ες (AM γαλακτώδης, -ες)
1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα
2. «γαλακτώδης χυμός» — ο θρεπτικός χυμός τών φυτών
αρχ.
1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί
2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτώδης: молочный (τροφή, χρῶμα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλακτώδης -ες γάλα melkachtig, melk-, vermengd met melk.