καταβλακεύω

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλᾱκεύω Medium diacritics: καταβλακεύω Low diacritics: καταβλακεύω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: katablakeúō Transliteration B: katablakeuō Transliteration C: katavlakeyo Beta Code: katablakeu/w

English (LSJ)

treat carelessly, mismanage, Hp.Art.52 (sed leg. καταμβλ-), X.An.7.6.22:—in Pass., καταβλακευόμενοι ἄνθρωποι negligent, slothful, Just.Nov.95.1.2.

German (Pape)

[Seite 1340] aus Nachlässigkeit, Trägheit versehen, verderben, Hippocr.; οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου Xen. An. 7, 6, 16. – Pass. nachlässig, träge sein, handeln, Sp. Vgl. κατεβλακευμένως.

French (Bailly abrégé)

négliger, laisser se perdre ou détériorer par négligence.
Étymologie: κατά, βλακεύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλᾱκεύω: μεταχειρίζομαί τι ἀδεξίως καὶ ἀμελῶς, ἀμελῶ, καταρρᾳθυμῶ, καταβλακεύουσι τὴν διόρθωσιν τοῦ σώματος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οὔτε γὰρ ἠδικήσαμεν τοῦτον οὐδέν, οὔτε κατεβλακεύσαμεν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22. ― Παθ., εἶμαι ἀμελὴς ἢ ὀκνηρός, Γρηγ. Ναζ. περὶ Θεολογ. 539Α. ― Καθ’ Ἡσύχ. «καταβλακεύειν· ῥᾳθυμεῖν, ἢ δαπανᾶν ῥαθύμως».

Greek Monolingual

καταβλακεύω (Α)
1. μεταχειρίζομαι κάτι με αμέλεια, αδέξια, παραμελώ, αμελώ
2. παθ. καταβλακεύομαι
είμαι αμελής ή οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλακεύω «είμαι οκνηρός»].

Russian (Dvoretsky)

καταβλᾱκεύω: по небрежности портить, повреждать, приводить в негодность (τι Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλακεύω verwaarlozen.