Κιμωλία

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
de Kimolos.
Étymologie: Κίμωλος.

Greek (Liddell-Scott)

Κῐμωλία: (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν χῶμα ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ.

Greek Monotonic

Κῐμωλία: (ενν. γῆ), , το έδαφος της Κιμώλου, λευκός πηλός από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως εναλλακτικός του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κῐμωλία: [adj. f к Κίμωλος кимолосская: Κ. γῆ Arph. кимолосская глина (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.).

Middle Liddell


sc. γῆ, Cimolian earth, a white clay, from Cimolus in the Cyclades, which was used by way of soap in the baths, Ar.