δρύοψ
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ῠ], οπος, ὁ, a kind of woodpecker, Ar.Av.304.
German (Pape)
[Seite 669] οπος, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 304.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
sorte d'oiseau LSJ, pic-vert Chantraine.
Étymologie: DELG δρῦς.
Greek (Liddell-Scott)
δρύοψ: -οπος, εἶδος ξυλοφαγᾶ διαφόρου τοῦ γνωστοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304.
Greek Monolingual
δρύοψ, ο (Α)
μικρό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη.
Greek Monotonic
δρύοψ: -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δρύοψ: οπος ὁ дриоп (предполож. разновидность дятла) Arph.