δρωπακίζω

From LSJ
Revision as of 19:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρωπᾰκίζω Medium diacritics: δρωπακίζω Low diacritics: δρωπακίζω Capitals: ΔΡΩΠΑΚΙΖΩ
Transliteration A: drōpakízō Transliteration B: drōpakizō Transliteration C: dropakizo Beta Code: drwpaki/zw

English (LSJ)

apply a depilatory, δ. μέλιτι Orib.Eup.4.7:—Med., Arr.Epict.3.22.10, Hierocl.Facet.64:—Pass., Luc.Demon.50.

Spanish (DGE)

aplicar un emplasto depilatorio o dropacismo como tratamiento médico y cosmético, depilar μέλιτι Orib.Eup.4.7.6, cf. Archig. en Gal.12.799, Phryn.384, en v. pas. Arr.Epict.3.22.10, Archig. en Gal.12.801, Luc.Demon.50
gener. cortar, arrancar Hdn.Epim.24, Sud.
en v. med. depilarse Hierocl.Facet.64, Phot.δ 780.

German (Pape)

[Seite 670] die Haare durch aufgestrichenes Pech ausziehen; Suid.; Luc. Demon. 50. Vgl. πιττόω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. Pass. δρωπακισθῆναι;
épiler en se servant de l'onguent δρῶπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

δρωπᾰκίζω: μαδῶ τὰς τρίχας διὰ πεπισσωμένου ἐμπλάστρου, Λουκ. Δημών. 50· δρωπᾰκισμός, ὁ, ἡ τοιαύτη τῶν τριχῶν ἀπόσπασις· μάδημα τῶν τριχῶν διὰ δρώπακος, πίττωσις Διοσκ.· δρωπᾰκιστός, ή, όν, χρησιμεύων πρὸς μάδησιν τῶν τριχῶν, ψιλωτικός, Γαλην. 12, 103.

Greek Monolingual

δρωπακίζω (AM)
μαδώ τις τρίχες με αποτριχωτική αλοιφή.

Greek Monotonic

δρωπᾰκίζω: μέλ. -σω, ξεριζώνω, μαδώ τα μαλλιά με έμπλαστρα από πίσσα, κάνω αποτρίχωση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δρωπᾰκίζω: удалять волосы дропаком Luc.

Middle Liddell

δρωπᾰκίζω, fut. -σω
to get rid of hair by pitch-plasters, Luc. [from δρῶπαξ