εἰλυφάζω

From LSJ
Revision as of 19:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλῡφάζω Medium diacritics: εἰλυφάζω Low diacritics: ειλυφάζω Capitals: ΕΙΛΥΦΑΖΩ
Transliteration A: eilypházō Transliteration B: eilyphazō Transliteration C: eilyfazo Beta Code: ei)lufa/zw

English (LSJ)

A = εἰλύω, only pres. and impf., roll along, ἄνεμος φλόγα Il.20.492. II intr., roll or whirl about, of a blazing torch, Hes. Sc.275.

Spanish (DGE)

(εἰλῡφάζω) I tr.
1 llevar haciendo círculos, mover a un lado y otro ὡς ... πῦρ ... πάντῃ τε κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492, cf. Hes.Fr.406.
2 seguir la huellas, rastrear Hsch.
II intr. moverse en espiral ἀπ' αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν Hes.Sc.275
tb. en v. med. Hsch.s.u. εἰλυφάζετο.

German (Pape)

[Seite 729] = εἰλύω, 1) ἄνεμος φλόγα, daherwälzen, wirbeln, Il. 20, 492. – 2) intrans., daherrollen, von aufwirbelndem Fackelschein, Hes. Sc. 275.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. εἰλύφαζον;
faire tournoyer, acc..
Étymologie: εἰλυφάω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλῡφάζω: εἰλύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., συστρέφω, ἄνεμος φλόγα Ἰλ. Υ. 492. ΙΙ. ἀμετάβ., εἰλύομαι, συστρέφομαι, περιδινοῦμαι, ἐπὶ τῆς φλογὸς πυρσοῦ, Ἡσ. Ἀσπ. 275.

Greek Monolingual

εἰλυφάζω και εἰλυφῶ (-άω) (Α)
1. συστρέφω
2. συστρέφομαι, στριφογυρίζω.

Greek Monotonic

εἰλῡφάζω: εἰλύω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κυλώ κατά μήκος του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλῡφάζω:
1) вертеть, вращать, крутить (ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Hom.);
2) вращаться, кружиться (ἀπὸ δαΐδων σέλας εἰλύφαζε Hes.).

Middle Liddell

εἰλῡφάζω, = εἰλύω only in pres. and imperf.]
I. to roll along (trans.), Il.
II. intr. to roll or whirl about, of a torch, Hes.