εὐάνεμος
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
[ᾱ], Dor. for εὐήνεμος.
German (Pape)
[Seite 1056] dor. = εὐήνεμος (w. m. s), βᾶσσαι, wohl durchweht, Soph. Ai. 196, ch.; – πλόος, mit günstigem Winde, Theocr. 28, 5. – Bei Crinag. 23 (IX, 555) νῆσος, wohl durchweht, wo α kurz ist. – Auch Zeus hieß so in Sparta, Paus. 3, 13, 8.
French (Bailly abrégé)
dor. c. εὐήνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνεμος: Δωρ. ἀντὶ εὐήνεμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐάνεμος, -ον δωρ. τ. αντί εὐήνεμος)
βλ. ευήνεμος (ως φλόγα εις δάση ευάνεμα καίει τας καρδίας», Κάλβ.).
Greek Monotonic
εὐάνεμος: Δωρ. αντί εὐήνεμος.
Russian (Dvoretsky)
εὐάνεμος: (ᾱ) дор. Soph. = εὐήνεμος.