θησαυρισμός

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαυρισμός Medium diacritics: θησαυρισμός Low diacritics: θησαυρισμός Capitals: ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: thēsaurismós Transliteration B: thēsaurismos Transliteration C: thisavrismos Beta Code: qhsaurismo/s

English (LSJ)

ὁ, laying up in store, χρημάτων Arist.Pol.1256b28, cf. Phld.Oec.p.71 J.; preservation, keeping, ὀσμῶν Thphr.Od.14, cf. HP8.11.1; θ. φαντασιῶν, definition of memory, Zeno Stoic.1.19.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, das Einsammeln u. Aufbewahren; χρημάτων Arist. pol. 1, 8; Theophr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre en réserve, d'amasser.
Étymologie: θησαυρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρισμός: ὁ, τὸ θησαυρίζειν, ἀποταμιεύειν, φυλάττειν τι, χρημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 13· ὀσμῶν Θεόφρ. π. Ὀσμ. 14.

Greek Monolingual

ο (Α θησαυρισμός) θησαυρίζω
το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση
αρχ.
διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

θησαυρισμός: ὁ, θησαύρισμα, αποταμίευση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θησαυρισμός:накапливание, сберегание, откладывание, хранение (χρημάτων ἀναγκαίων Arst.).

Middle Liddell

θησαυρισμός, ὁ, [from θησαυρίζω
a laying up in store, Arist.