κάκ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
(A), name of the letter κA, κάμηλος θήλεια κεχαραγμένη κὰκ λὰλ ἄλφα PLond.3.909a7 (ii A. D.), cf. BGU153.17 (ii A. D.).
κάκ (B), apocop. for κατά before κ, in Hom. mostly κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, Il.18.24, 16.412, al.; also κὰκ κόρυθα 11.351; κὰκ κορυφήν 8.83; cf κάγ, κάδ.
German (Pape)
[Seite 1297] abgekürzt für κατά, κάτ, vor κ, wie κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, κὰκ κόρυθα, Il. 11, 351, κὰκ κορυφήν, 8, 83.
French (Bailly abrégé)
par sync. et assimil. homér. p. κατ(ά) devant un κ dans κὰκ κεφαλής, κὰκ κόρυθα, κὰκ κορυφήν.
Greek (Liddell-Scott)
κάκ: κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πλήρους κατὰ πρὸ τοῦ κ, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν· ὡσαύτως, κὰκ κόρυθα Ἰλ. Λ. 351· κὰκ κορυφὴν Θ. 83· πρβλ. κάγ, κάδ.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάκ: αντί κατά πριν από το κ, όπως στο κἀκ κεφαλῆς, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκ ep. en Aeol. voor κατά, voor de letter κ.
Russian (Dvoretsky)
κάκ: = κατά перед словом с начальной κ у Hom.: κὰκ κορυφήν = κατὰ κορυφήν; κὰκ κεφαλῆς = κατὰ κεφαλῆς.