κακόζηλος

From LSJ
Revision as of 21:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόζηλος Medium diacritics: κακόζηλος Low diacritics: κακόζηλος Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: kakózēlos Transliteration B: kakozēlos Transliteration C: kakozilos Beta Code: kako/zhlos

English (LSJ)

ον, having bad taste: hence in Rhet., using a bad, affected style (cf. ζῆλος), ῥήτωρ D.L.1.38; τὸ κ. = κακοζηλία, Longin.3.4, cf. Demetr.Eloc.186, Hermog.Inv.4.12. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.

German (Pape)

[Seite 1300] schlecht, verkehrt nachahmend, od. Schlechtes nachahmend; bes. vom Styl, geschmacklosen, schlechten Vorbildern folgend, Rhett.; ῥήτωρ D. L. 1, 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche le mal.
Étymologie: κακός, ζῆλος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόζηλος: -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ εὔζηλος, ῥήτωρ Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = κακοζηλία, Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόζηλος, -ον)
1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία
2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση
3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόζηλον
η κακοζηλία.
επίρρ...
κακοζήλως (Α κακοζήλως)
με κακόζηλο τρόπο ή ύφος, με άτοπο ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αξιό-ζηλος, μεγαλό-ζηλος].

Greek Monotonic

κᾰκόζηλος: -ον, μιμητής κακών.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόζηλος: неудачно подражающий, лишенный вкуса (ῥήτωρ Diog. L.).

Middle Liddell

κᾰκό-ζηλος, ον
imitating unhappily.