καπάνη

From LSJ
Revision as of 19:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπάνη Medium diacritics: καπάνη Low diacritics: καπάνη Capitals: ΚΑΠΑΝΗ
Transliteration A: kapánē Transliteration B: kapanē Transliteration C: kapani Beta Code: kapa/nh

English (LSJ)

[πᾱ], ἡ, A chariot, Thess. for ἀπήνη, Xenarch.11. (Prop. the cross-piece in a chariot seat, the side-pieces being καπάνᾰκες, Poll. 1.142.) II = κάπη, Hsch.; also, a felt helmet, Id.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπη), eigtl. die Krippe, vgl. καπανικός; bei den Thessalern der Wagen, Xenarch. b. Ath. X, 418 e, = ἀπήνη. Nach Poll. 1, 142 ein Theil des Wagens, das hintere Ouerholz am Kutschersitz. – Nach Hesych. auch τριχίνη κυνῆ. – [Die Penultima wahrscheinlich lang.]

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπάνη: πα, ἡ, Θεσσαλικ. ἀντὶ τοῦ ἀπήνη, «καπάνας Θετταλοῖ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας» Ξέναρχ. ἐν «Σκύθαι» 2, ἴδε Κόβητον Ν. LL. 16· - ἡ μέση ῥάβδος ἅρματος, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. = φάτνη = κάπη, Ἡσύχ.· ὡσαύτως, «τριχίνη κυνῆ» ὁ αὐτ. Ἡ παραλήγουσα μακρά· ἴδε καπᾱνικὸς.

Greek Monolingual

καπάνη, ἡ (Α)
1. άμαξα
2. κάπη
3. είδος περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα -ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ-ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»].

Russian (Dvoretsky)

κᾰπάνη: (πᾱ) ἡ фесс. = ἀπήνη.