κλωποπάτωρ

From LSJ
Revision as of 01:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωποπάτωρ Medium diacritics: κλωποπάτωρ Low diacritics: κλωποπάτωρ Capitals: ΚΛΩΠΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: klōpopátōr Transliteration B: klōpopatōr Transliteration C: klopopator Beta Code: klwpopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, son of a thief (i.e. Hermes), Theoc. Syrinx15.

German (Pape)

[Seite 1458] ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.

Greek (Liddell-Scott)

κλωποπάτωρ: ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).

Greek Monolingual

κλωποπάτωρ, -ορός ὁ (Α)
παιδί του οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + -πός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνοπάτωρ, χρυσοπάτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωποπάτωρ -ορος, ὁ [κλώψ, πατήρ] zoon van een diefachtige vader (Hermes).

Russian (Dvoretsky)

κλωποπάτωρ: ορος ὁ сын неизвестного отца Anth.