λιγύφωνος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, clearvoiced, loud-voiced, ἅρπη Il.19.350, cf. h.Merc.478; also of sweet sounds, Ἑσπερίδες Hes.Th.275, 518; ἀηδών Theoc.12.7; ἀοιδή Orph. A.5.
German (Pape)
[Seite 44] = λιγύφθογγος; ἅρπη, Il. 19, 350; ἑταίρη, die Cither, H. h. Merc. 475; Ἑσπερίδες, Hes. Th. 275. 518; ἀηδών, Theocr. 12, 7; D. Per. 529; Apollo, Nonn. D. 11, 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire, sonore ou harmonieuse.
Étymologie: λιγύς, φωνή.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύφωνος: -ον, ἔχων καθαράν, ἠχηρὰν ἢ ἰσχυρὰν φωνήν, ὀξύφωνος, ἅρπη Ἰλ. Τ. 350, πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 478· ὡσαύτως ἐπὶ ἡδέων, εὐαρέστων ἤχων, Ἑσπερίδες Ἡσ. Θ. 275, 518· ἀηδὼν Θεόκρ. 12. 7· ἀοιδὴ Ὀρφ. Ἀργ. 5.
English (Autenrieth)
with loud, clear note, of a falcon, Il. 19.350†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιγύφωνος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, οξύφωνος και μελωδικός («Ἑσπερίδες λιγύφωνοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -φωνος (< φωνή)].
Greek Monotonic
λῐγύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει καθαρή ή ηχηρή φωνή, οξύφωνος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για ευχάριστους ήχους, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λιγύφωνος: (ῠ) звонкоголосый, сладкогласный, певучий (ἅρπη Hom.; ἑταίρη, sc. κιθάρα HH; Ἑσπερίδες Hes.; ἀηδών Theocr.).
Middle Liddell
λῐγύ-φωνος, ον φωνή
clear-voiced, loud-voiced, screaming, Il.; also of sweet sounds, Hes., Theocr.