μελλώ

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλώ Medium diacritics: μελλώ Low diacritics: μελλώ Capitals: ΜΕΛΛΩ
Transliteration A: mellṓ Transliteration B: mellō Transliteration C: mello Beta Code: mellw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, poet. for μέλλησις, A.Ag.1356.

German (Pape)

[Seite 127] οῦς, ἡ, = μέλλησις, das Zaudern, τῆς μελλοῦς κλέος πέδον πατοῦντες, Aesch. Ag. 1356.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
c. μέλλησις.

Greek (Liddell-Scott)

μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. ἀντὶ μέλλησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· πρβλ. δοκώ.

Greek Monolingual

μελλώ, -οῦς, ἡ (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. < μέλλω + κατάλ. -ώ (πρβλ. λεχ-ώ)].

Greek Monotonic

μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί μέλλησις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μελλώ: οῦς ἡ задержка, отсрочка, тж. напрасная трата времени Aesch.