μελάγκαρπος
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
v. μελάγκουρος.
German (Pape)
[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.
Greek Monolingual
μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].
Russian (Dvoretsky)
μελάγκαρπος: приносящий черные плоды (ἀσάφεια Emped. ap. Plut.).