σπερματώδης

From LSJ
Revision as of 13:44, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτώδης Medium diacritics: σπερματώδης Low diacritics: σπερματώδης Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: spermatṓdēs Transliteration B: spermatōdēs Transliteration C: spermatodis Beta Code: spermatw/dhs

English (LSJ)

ες, A like seed, Sch.Nic.Al.253; σ. κίνησις the action of a sower, v.l. for σπασματώδης (q.v.). II germinant, metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); in the germ, undeveloped, Artem.4 Prooem. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 920] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σπόρον, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 252· σπ. κίνησις, ἡ κίνησις τοῦ σπέρματος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ σπασματώδης παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ὁ ἐν σπέρματι ἔτι ὤν, μεταφορ., Χαρώνδ. παρὰ Στοβ. 289 ἐν τέλ.· ὁ ἐν σπέρματι, ἀνανάπτυκτος, στοιχειώδης, Ἀρτεμίδ. 4, ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση του σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτώδης: производящий семя (κίνησις Arst. - v.l. σπασματώδης).