συγκαταβιβάζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταβῐβάζω Medium diacritics: συγκαταβιβάζω Low diacritics: συγκαταβιβάζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: synkatabibázō Transliteration B: synkatabibazō Transliteration C: sygkatavivazo Beta Code: sugkatabiba/zw

English (LSJ)

A decoy or draw into action, Plb.5.70.8. II transfer accent to final syllable, A.D.Adv.173.11.

German (Pape)

[Seite 964] mit herabführen, Pol. 5, 70, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβῐβάζω: παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ ἐμαυτοῦ, Πολύβ. 5. 70, 8.

Greek Monolingual

Α
1. παρασύρω, παραπλανώ
2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»].

Russian (Dvoretsky)

συγκαταβῐβάζω: заставлять спуститься вместе, сводить вниз или дальше (τινάς Polyb.).