φλυαρώδης
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ες, foolish, Plu.Lyc.6, Id.2.615a; ῥῆμα Porph.Chr.61.
German (Pape)
[Seite 1293] ες, possenhaft, Plut. Lyc. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
frivole, vain.
Étymologie: φλύαρος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
φλυᾱρώδης: -ες, (εἶδος) φλύαρος, γελοῖος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, ὁ αὐτ. 2. 615Α.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α φλύαρος
φλύαρος, πολυλογάς, ανόητος.
Greek Monotonic
φλῠᾱρώδης: -ες (εἶδος), φλύαρος, γελοίος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φλυᾱρώδης: бессодержательный, вздорный (λόγος κενὸς καὶ φ. Plut.).