χλοεροτρόφος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον, producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].
Greek Monotonic
χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).