ἀναμανθάνω

From LSJ
Revision as of 12:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμανθάνω Medium diacritics: ἀναμανθάνω Low diacritics: αναμανθάνω Capitals: ΑΝΑΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: anamanthánō Transliteration B: anamanthanō Transliteration C: anamanthano Beta Code: a)namanqa/nw

English (LSJ)

inquire closely, Hdt.9.101; learn afresh, Hsch.; simply, learn, D.S.34.17, Ph.1.406.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀμμ- Hsch.
1 indagar Hdt.9.101, I.AI 3.222
aor. saber, enterarse de τὸν θάνατον D.S.34.17, cf. Ph.1.406, Clem.Al.Strom.7.1.1.
2 aprender desde un principio Hsch.
ἀμμάθω· μεταμέλωμαι Hsch.

German (Pape)

[Seite 197] (s. μανθάνω), wieder, von neuem lernen; ausforschen, Her. 9, 101, Sp.

French (Bailly abrégé)

chercher à savoir.
Étymologie: ἀνά, μανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμανθάνω: μανθάνω τι μετ’ ἀκριβείας, λαμβάνω ἀκριβεῖς πληροφορίας, ἐξετάζω λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 9. 101. - «ἀναμάθω, ἐξ ἀρχῆς μάθω» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀναμανθάνω (ΑΜ)
μαθαίνω κάτι με ακρίβεια, παίρνω ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.

Greek Monotonic

ἀναμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, εξετάζω προσεκτικά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμανθάνω: разузнавать, разведывать Her.

Middle Liddell

to inquire closely, Hdt.