ἀνυπόθετος

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόθετος Medium diacritics: ἀνυπόθετος Low diacritics: ανυπόθετος Capitals: ΑΝΥΠΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: anypóthetos Transliteration B: anypothetos Transliteration C: anypothetos Beta Code: a)nupo/qetos

English (LSJ)

ον, A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R.510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R.511b, al. Adv. -τως not hypothetically, Plu.2.399b. II without foundation, ib.358f.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no está condicionado, absoluto, ἀρχή Pl.R.510b, Phld.D.1.19, cf. POxy.3219.fr.19.4 (II d.C.), del principio de contradicción, Arist.Metaph.1005b14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.269.2
subst. τὸ ἀ. lo no hipotético Pl.R.511b.
2 que no tiene base οἱ ἀράχναι ... [ἀπ] αρχὰς ἀνυποθέτους ὑφαίνουσι las arañas construyen sus telas sin base Plu.2.358f.
3 que no se puede hipotecar de un campo heredado TAM 2.261b.16, PMasp.309.34 (biz.), PMichael.42A.28.
II adv. -ως sin fundamento λέγειν Plu.2.399b.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fondement.
Étymologie: , ὑποτίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)
2. αβάσιμος, ανυπόστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόθετος:
1) не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный (ἀρχή Plat., Arst.);
2) лишенный оснований Plut.