ἀνυγραίνω

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυγραίνω Medium diacritics: ἀνυγραίνω Low diacritics: ανυγραίνω Capitals: ΑΝΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: anygraínō Transliteration B: anygrainō Transliteration C: anygraino Beta Code: a)nugrai/nw

English (LSJ)

A moisten, Hp.Int.51, Thphr.CP2.6.1. 2 metaph., melt, soften, τὰ ἤθη Plu.2.156d:—Pass., ib.566a.

Spanish (DGE)

1 humedecer τὸ συμπεπηγὸς ἐκ τῶν ἄρθρων Hp.Int.51, τὸ σύμφυτον θερμόν Thphr.CP 2.6.1
en v. med. humedecerse ἱλαραὶ μὲν τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc.Am.3.
2 ablandar τὰ ἤθη Plu.2.156d
en v. pas. τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Plu.2.566a.

German (Pape)

[Seite 265] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.

French (Bailly abrégé)

humecter, fig. amollir.
Étymologie: ἀνά, ὑγραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυγραίνω: ὑγραίνω, μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. αὐτόθι 566Α.

Greek Monolingual

ἀνυγραίνω (Α)
1. υγραίνω
2. καθιστώ κάτι ηπιότερο, μαλακότερο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυγραίνω:
1) увлажнять, смачивать (τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὶ ἀνυγραίνοντο Luc.);
2) размягчать (sc. χαλκόν Plut.);
3) перен. смягчать, укрощать (τὰ ἤθη Plut.).